- γραμμωτός
- -ή, -όαυτός που έχει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός: Στο ζωολογικό κήπο ξεχώριζαν οι γραμμωτές ζέβρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραμμωτός — ή, ό αυτός που φέρει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός … Dictionary of Greek
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
γραμμοειδής — ές (AM γραμμοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα γραμμής ή γραμμών, ο γραμμωτός, ο ραβδωτός … Dictionary of Greek
ραβδοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα ράβδου, ο όμοιος με ράβδο («ῥαβδοειδὴς πόα», Διοσκ.) νεοελλ. αυτός που έχει γραμμές, γραμμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + ειδής*] … Dictionary of Greek
ραβδωτός — ή, ό / ῥαβδωτός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] 1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες») 2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός νεοελλ. φρ. «ραβδωτό σώμα»… … Dictionary of Greek
ριγέ — ο, η, το, Ν άκλ. (για ύφασμα) αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raye «γραμμωτός, ριγωτός»] … Dictionary of Greek
αμφισβαίνια — (amphisbaenia).Υποτάξη λεπιδωτών ερπετών της τάξης των λεπιδωτών. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές φτάνοντας έως τα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη της Ισπανίας και των ΗΠΑ. Το σώμα τους έχει μήκος έως 60 εκ. και είναι μακρύ και κυλινδρικό. Δεν… … Dictionary of Greek
αναΐτες — (anaitae).Οικογένεια δακτυλιοσκωλήκων. Το κυριότερο είδος της οικογένειας είναι ο α. o μικρός,που έχει μήκος μόλις 2 χιλιοστά. Ο αριθμός των κρίκων του σώματός του φτάνει τους 28, το χρώμα του είναι πράσινο και ζει σε μεγάλους αριθμούς στον κόλπο … Dictionary of Greek
παχύλαβρος — (pachylabrus). Γαστερόποδο μαλάκιο της οκογένειας των λαβριδών. Το αξιολογότερο είδος είναι ο π. ο γραμμωτός, που έχει μεγάλο μέγεθος, κόγχη με μεγάλο άνοιγμα, στιλπνή και κόκκινη στα εσωτερικά της τοιχώματα και γαλαζοκόκκινη με κοκκινόγκριζες… … Dictionary of Greek